Ενεργειακή φτώχεια: there is no plan B.

Η συντακτική ομάδα της μελέτης «Ενεργειακή φτώχεια στην Ελλάδα: προτάσεις κοινωνικής καινοτομίας για την αντιμετώπιση της» απάντησε σε πρόσφατο άρθρο μου για το περιεχόμενο της μελέτης και συνεχίζει τον καλοδεχούμενο δημόσιο διάλογο πάνω στο θέμα. Η συντακτική ομάδα, αν και θεωρεί καλοπροαίρετη την κριτική και δηλώνει ότι σε γενικές γραμμές οι απόψεις μας συγκλίνουν, αν δεν ταυτίζονται, εκφράζει την έκπληξη της για κάποια σημεία της και απαντά σε αυτήν, αναφερόμενη σε κεφάλαια της μελέτης. Καταλαβαίνω ότι η κριτική εντοπίζεται σε μια συγκεκριμένη παράγραφο του άρθρου μου, την οποία και παραθέτω ξανά: ” Αντίθετα η εργασία υστερεί στο τμήμα της που αναφέρεται σε προτάσεις αντιμετώπισης της ενεργειακής φτώχειας σε εθνικό επίπεδο. Χρησιμοποιώντας σαν άλλοθι την ελληνική οικονομική κρίση και ενώ σωστά απαξιώνει τις επιδοματικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα ως αδιέξοδες, περιορίζει τις προτάσεις κύρια σε κοινωνικές δράσεις ενημερωτικού ή εκπαιδευτικού χαρακτήρα, προτείνει τη λογική του μοντέλου ESCO για την αντιμετώπιση της εξοικονόμησης ενέργειας χωρίς να εντοπίζει τα σημαντικά εμπόδια (κύρια στο χρηματοδοτικό βραχίωνα) που το καθιστούν σχεδόν ανέφικτο στα χαμηλά εισοδήματα (και εκεί θυμάται πάλι λανθασμένα την επιδότηση), ενώ τέλος προτείνει την περαιτέρω αξιοποίηση των ΑΠΕ κύρια στο εθνικό μείγμα παραγωγής ενέργειας χωρίς να εντοπίζει ότι το πρόβλημα δεν λύνεται απλά με τη λογική του switch fuels, αλλά με το που και πως παράγεται, διανέμεται και κυρίως αποθηκεύεται η ενέργεια από ΑΠΕ.” Και λέει λοιπόν η συντακτική ομάδα : “Πρόκειται καταρχάς για τη λανθασμένη διαπίστωση πως οι προτάσεις που περιέχονται στη μελέτη για την αξιοποίηση των ΑΠΕ κινούνται στην λογική του «switch fuels», υποτιμώντας το πού και το πώς παράγεται, διανέμεται και αποθηκεύεται η ενέργεια. Αντίθετα, η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ σε τοπικό επίπεδο και μέσα από σχήματα που εξασφαλίζουν τη συμμετοχή των πολιτών χαρακτηρίζουν τις προτάσεις που περιγράφονται στο σχετικό κεφάλαιο 6.4. της μελέτης. Ειδικότερα, προτείνεται η εξασφάλιση της απαιτούμενης ενέργειας για την αξιοπρεπή και ποιοτική διαβίωση των ενεργειακά φτωχών (και όχι μόνο) νοικοκυριών καθώς και η εξασφάλιση συμπληρωματικών εσόδων από την πώληση της περίσσειας ενέργειας μέσα από:
  1. Ιδιοπαραγωγή και ιδιοκατανάλωση ενέργειας από ΑΠΕ
  2. Δημιουργία και ενίσχυση των ενεργειακών συνεταιρισμών σε επίπεδο γειτονιάς/δήμου, για την παραγωγή, αποθήκευση, πώληση ηλεκτρικής ενέργειας
  3. Εφοδιασμό ενέργειας από ΑΠΕ σε προσιτές τιμές, ατομικά ή από κοινού”
Και πάω και στο κεφάλαιο 6.4 της μελέτης και διαβάζω επί λέξη προτάσεις: ” … Ενίσχυση των υφιστάμενων πολιτικών που δίνουν τη δυνατότητα ιδιοπαραγωγής ….Ευνοϊκό πλαίσιο για εγκατάσταση ΑΠΕ για ιδιοπαραγωγή και ιδιοκατανάλωση ενέργειας μέσω χαμηλότοκου δανεισμού …Τροποποίηση και προσαρμογή προγραμμάτων, όπως το «Εξοικονόμηση κατ’ Οίκον»…Δημιουργία και ενίσχυση ενεργειακών συνεταιρισμών….Εφοδιασμός ενέργειας από ΑΠΕ σε προσιτές τιμές….δωρεάν ενέργεια ή ενέργεια σε σταθερές τιμές για μεγάλα χρονικά διαστήματα για φωτισμό, κλιματισμό και λειτουργία συσκευών… ” Έχω επίτηδες υπογραμμίσει παραπάνω κάποιες συγκεκριμένες λέξεις που υποδηλώνουν προφανέστατα ότι πρόκειται για επιδοματικές πολιτικές και προτάσεις. Τέτοιες προτάσεις σε μια οικονομία που αναπτύσσεται δυναμικά, όπως οικονομίες στην Ευρώπη, μπορεί να έχουν αποτέλεσμα, αλλά σε μια οικονομία σε κρίση όπως η ελληνική και με ένα μείγμα πολιτικής που δεν στηρίζει την ιδιωτική πρωτοβουλία αλλά για να κάνει κοινωνική πολιτική επιβάλλει οριζόντια χαράτσια σε όλους, οδηγεί απλά σε παραοικονομία και ανεργία. Επιπλέον στο κεφάλαιο 6.4 υπάρχει μια λανθασμένη αντίληψη ότι η “διείσδυση των ΑΠΕ θα μειώσει το κόστος ενέργειας”. Πουθενά στον κόσμο το ρεύμα δεν έγινε φθηνότερο μέχρι σήμερα εξαιτίας των ΑΠΕ, αντίθετα αυξάνεται η τιμή του συνεχώς. Μπορεί στο μέλλον αυτό κάποια στιγμή να γίνει, αλλά αυτό έχει μια βασική προϋπόθεση : η πρωτογενής ενέργεια να παράγεται όσο πιο κοντά γίνεται στο κτίριο. Και φυσικά να έχει προηγηθεί η δραστική εξοικονόμηση ενέργειας, η επένδυση στην οποία εξακολουθεί να είναι 8 φορές φθηνότερη από αυτήν στις ΑΠΕ. Είναι προφανές μέχρι σήμερα ότι τα παγκόσμια συμφέροντα στην ενέργεια δεν επιθυμούν γρήγορα μια τέτοια εξέλιξη και η κατάσταση επιδεινώθηκε πρόσφατα με την εκλογή Τραμπ. Αυτό λοιπόν εννοούσα όταν έλεγα ότι το πρόβλημα δεν λύνεται με απλό switch fuels και επιδοματικές πολιτικές. Νομίζω όμως ότι δεν εντοπίζεται εκεί η σημαντική διαφωνία μου με την ουσία των προτάσεων της μελέτης. Η συντακτική ομάδα θεωρεί πως το “μοντέλο του κτιρίου ΝΖΕΒ που προκρίνω”, δεν αρκεί για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, γιατί τα φτωχά νοικοκυριά δεν έχουν πρόσβαση στα χρηματοδοτικά εργαλεία και έτσι προτείνει να χρησιμοποιήσουμε περισσότερο το “μοντέλο των ESCO” για να προσεγγίσουμε το θέμα αποτελεσματικά! Δεν καταλαβαίνω , τι ακριβώς συγκρίνουμε εδώ? Μια επιστημονική προσέγγιση, με βάση την επιστήμη της Φυσικής, στην εξοικονόμηση ενέργειας στο κτίριο με μια μεθοδολογία χρηματοδότησης της ενεργειακής αναβάθμισης ενός κτιρίου? Είναι συγκρίσιμα αυτά τα δύο? Πρώτα πρώτα το κτίριο ΝΖΕΒ δεν είναι ένα μοντέλο “που προκρίνω εγώ”. Είναι ευρωπαϊκός νόμος και νόμος του ελληνικού κράτους που έχει τεθεί σε ισχύ ήδη και αφορά τα δημόσια κτίρια από 1.1.2019 και τα ιδιωτικά από 1.1.21! Θυμίζω επίσης ότι η χώρα κινδυνεύει με πρόστιμο επειδή δεν έχει ολοκληρώσει εγκαίρως τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτόν τον νόμο και τους κανονισμούς που τον συνοδεύουν. Δεν μπορώ να πιστέψω πως ή μελέτη προτείνει άμεσες λύσεις μόνο για τα επόμενα 3-4 χρόνια. Δεν μπορεί να είναι αυτό στρατηγική για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας. Από την άλλη το “μοντέλο ESCO” είναι επίσης νόμος του ελληνικού κράτους και η αδυναμία χρήσης του δεν οφείλεται σε γραφειοκρατικές αιτίες αλλά στο ότι λείπουν δύο βασικά δεδομένα : 1. ο ορισμός του ΝΖΕΒ. και 2. ο χρηματοδοτικός βραχίωνας λόγω αδυναμίας των τραπεζών. Επομένως τη δεδομένη στιγμή και ίσως και για ένα σημαντικό διάστημα ακόμη η πρόσβαση σε υπηρεσίες ESCO θα είναι αδύνατη για το σύνολο των πολιτών. Αλλά ακόμη κι αν υποθέσουμε πως υπάρχει πρόσβαση σε υπηρεσίες ESCO, πιστεύει κανείς ειλικρινά πως θα μπορέσουν τα φτωχά λαϊκά στρώματα, μεμονωμένα ο κάθε πολίτης, να έχουν πρόσβαση σε αυτές? Υπάρχει κάποιο παράδειγμα που να το αποδεικνύει αυτό? Ναι, ισχυρίζεται η συντακτική ομάδα της μελέτης και φέρνει πολλά παραδείγματα κοινωνικής κατοικίας (social housing) από την Ευρώπη. Και εδώ γίνεται το δεύτερο μεγάλο λάθος. Αγνοεί η μελέτη ότι social housing στην Ελλάδα, έτσι όπως υπάρχει στην Ευρώπη, δεν υπάρχει. Για όσους δεν γνωρίζουν, προγράμματα “κοινωνικής κατοικίας” αποτελούν σε πολλές Ευρωπαϊκές πόλεις οικιστικές αναπτύξεις κατοικίας που ιδιοκτησιακά ανήκουν στο Δημόσιο (στην πόλη, στην περιφέρεια, στο κρατίδιο, ακόμη και σε ένα Fund) και ενοικιάζονται σε πολίτες σε προσιτές τιμές και μακροχρόνια, ενώ ο ιδιοκτήτης δήμος – κράτος κλπ έχει τη ευθύνη συντήρησης, αναβάθμισης, παραγωγής από ΑΠΕ κλπ. Άλλες μορφές social housing , όπως π.χ. στη Βιέννη ή το Βερολίνο, είναι η επιδότηση από το Δήμο ενεργειακής αναβάθμισης παλαιών υφιστάμενων κτιρίων ιδιωτών με αντάλλαγμα την μακροχρόνια ενοικίαση μέρους των κατοικιών σε οικογένειες χαμηλού εισοδήματος και με προκαθορισμένο από το Δήμο χαμηλό ενοίκιο. Και σε αυτήν την περίπτωση ο Δήμος έχει την ευθύνη συντήρησης του κτιρίου. Που υπάρχουν τέτοιες δομές και πολιτικές στην Ελλάδα? Ποιος δήμος μπορεί να επιχειρήσει τέτοιες πολιτικές? Μπορεί ο πολίτης-ιδιοκτήτης – και δυστυχώς στην Ελλάδα η ιδιοκτησία είναι κατακερματισμένη – μεμονωμένα απέναντι σε μια τράπεζα , σε ένα Fund, απέναντι σε έναν πάροχο ενέργειας να διεκδικήσει συμφέρουσες παρεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας? Ποια ESCO θα ενδιαφερθεί για μια πολυκατοικία στα Πατήσια? Για δύο, τρεις , δέκα πολυκατοικίες στα Πατήσια, όταν όχι μόνο η χρηματοδότηση δεν υπάρχει, αλλά και το θεσμικό πλαίσιο και η γραφειοκρατία, όπως ανέφερα και παραπάνω δεν της εξασφαλίζουν το όφελος που προσδοκά? Γιατί να μην ξεχνάμε ότι και η ESCO είναι μια ιδιωτική εταιρεία που προσδοκά τελικά κέρδος. Δεν υπάρχουν λοιπόν συγκρίσιμα “μοντέλα”, υπάρχουν νόμοι του κράτους οι οποίοι λόγω αδυναμιών, μη προτεραιοτήτων και δομικών προβλημάτων δεν εφαρμόζονται. Και η μη εφαρμογή τους επιτείνει το πρόβλημα και της ενεργειακής φτώχειας όχι μόνο για τα φτωχά νοικοκυριά αλλά για το σύνολο της κοινωνίας. Δεν είναι μόνο τα κτίρια των φτωχών διάτρητα ενεργειακά, είναι όλα τα κτίρια. Και δεν σώζεται ο πλανήτης μας ακόμη κι αν όλοι αποκτήσουν πρόσβαση σε φθηνή ενέργεια. Το ζήσαμε αυτό το έργο την εποχή των φθηνών υδρογονανθράκων. Το κέρδος για το περιβάλλον μετριέται σε τόνους διοξειδίου του άνθρακα και όχι σε ευρώ ή δολάρια. Πρέπει να γίνουν αντιληπτά τα εξής :
  • Στο Παρίσι συμφωνήθηκε το νέο πλαίσιο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Αυτό απαιτεί τη διατήρηση της θερμοκρασίας του πλανήτη στο +1.5 βαθμό μέχρι το 2050. Αυτό για να επιτευχθεί απαιτεί από την ΕΕ μια μείωση των εκπομπών κατά 30% (40% κατά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο).
  • Κάθε 1% λιγότερο σε αυτήν την υποχρέωση σημαίνει 336.000 θέσεις εργασίας λιγότερες, σημαίνει 4% περισσότερες εισαγωγές φυσικού αερίου, σημαίνει 6 Δις ευρώ αύξηση των δαπανών υγείας. Και αυτά αφορούν όλους τους πολίτες της Ευρώπης, φυσικά περισσότερο τους αδύναμους.
  • Αυτή η υποχρέωση για την Ελλάδα σημαίνει πως αν συνεχίσουμε πολιτικές όπως σήμερα, τότε σε 8 μόλις χρόνια θα έχουμε καλύψει τις εκπομπές ρύπων που δεσμευόμαστε από τη συνθήκη του Παρισιού. Πως αν ακολουθήσουμε το εθνικό σχέδιο για την στρατηγική για την ενέργεια που πολύ πρόσφατα ανακοίνωσε η παρούσα κυβέρνηση, τα 8 χρόνια θα γίνουν απλά 9!
Ρωτάω λοιπόν και ρωτάω συγκεκριμένα: θεωρεί κάποιος ότι έχουμε πολυτέλεια χρόνου η οποία μας επιτρέπει να προτείνουμε σήμερα ακόμη προγράμματα “πιλότους”? Προγράμματα “ενημέρωσης – εκπαίδευσης και κοινωνικής ευαισθητοποίησης”? Να προτείνουμε προγράμματα ενίσχυσης, δωρεάν ενέργειας, προσιτών τιμών? Θεωρεί επίσης κάποιος πως αν γεμίσουμε τις στέγες μας με φωτοβολταϊκά και τα βουνά και τα νησιά μας με ανεμογεννήτριες, θα αποκτήσουμε πρόσβαση σε καθαρή φτηνή ενέργεια και θα σταματήσουμε την κλιματική αλλαγή? Αλήθεια έχει ψάξει κανείς να βρει πόσα κονδύλια κατασπαταλήθηκαν σε “πιλοτικά έργα” και “δράσεις ευαισθητοποίησης” τα τελευταία 15 χρόνια με χρήματα των ΕΣΠΑ και των φορολογουμένων? Ποιο είναι το σημαντικό όφελος που αποκόμισε η ελληνική κοινωνία από αυτά τα προγράμματα? Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς? Τα κάθε είδους “πράσινα” κτίρια , γειτονιές, πάρκα, πόλεις , νησιά? Που είναι όλα αυτά? Ποιος πολίτης, φτωχός ή πλούσιος ωφελήθηκε από αυτά στην Ελλάδα? Και τι είναι αυτό που μας κάνει να πιστεύουμε πως φτιάχνοντας “κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις” , δεν θα πλουτίσουν πάλι κάποιοι σε βάρος κάποιων άλλων, όπως συχνά έχει συμβεί στο παρελθόν? Γιατί χρειαζόμαστε σώνει και καλά “κοινωνικά σχήματα” αμφίβολης αξίας και αποτελεσματικότητας (στην Ελλάδα) όταν ο καθένας έχει το κτίριο του και στη στέγη ή ταράτσα του? Θα ξαναπώ λοιπόν αυτό που είπα και στο πρώτο μου άρθρο: Η εξοικονόμηση ενέργειας και η παραγωγή από ΑΠΕ έχουν ένα στρατηγικό πλεονέκτημα που καμιά άλλη επένδυση παγκόσμια δεν έχει σήμερα. Αυτοχρηματοδοτούνται. Ή για να το πούμε πιο σωστά, δίνουν τη δυνατότητα για μόχλευση τεράστιων κεφαλαίων από την παραγωγή, διανομή και κατανάλωση προς την κοινωνική ευημερία, την καλύτερη ποιότητα ζωής και την προστασία του περιβάλλοντος μέσω της μείωσης της απαιτούμενης ενέργειας. Κεφαλαίων που όχι απλά θα φτάσουν για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας, αλλά θα αλλάξουν το αναπτυξιακό μοντέλο όλης της ανθρωπότητας προς την αειφορία, αν κινηθούν στη σωστή κατεύθυνση. Και σωστή κατεύθυνση δεν σημαίνει μόνο επιδοματικές πολιτικές για τα φτωχά στρώματα για να έχουν φθηνή ή δωρεάν ενέργεια. Αυτά είναι απλά μετάθεση του προβλήματος στο μέλλον. Αυτά είναι νερό σε τρύπιο βαρέλι. Και δυστυχώς το νερό (δηλαδή ο χρόνος) τελειώνει. Σωστή κατεύθυνση σημαίνει ΤΩΡΑ αλλαγή πολιτικής και στρατηγικής. Σημαίνει καινοτόμες λύσεις δραστικής εξοικονόμησης στα κτίρια και τις μεταφορές. Σωστή κατεύθυνση σήμερα δεν σημαίνει απλά φθηνή ή δωρεάν ενέργεια. Σημαίνει πρώτα λιγότερη ανάγκη ενέργειας και μετά καθαρή ενέργεια. Και αυτό ισχύει για όλους. Και σημαίνει φυσικά αλλαγή αναπτυξιακού μοντέλου που δεν θα έχει τους υδρογονάνθρακες και τους αγωγούς ως προτεραιότητα. Κι αν αυτό γίνει, τότε όλοι μα όλοι θα έχουν πρόσβαση στην ενέργεια και η ενεργειακή φτώχεια θα είναι ανύπαρκτη. Κι αυτό είναι εφικτό σήμερα, αρκεί να το θέλουμε όλοι. Γιατί την τεχνογνωσία την έχουμε και τα χρήματα τα σπαταλάμε. Κι αν θέλετε να γίνει κατανοητό το τι εννοούμε ριζοσπαστικές και αποτελεσματικές προτάσεις, να παραθέσω επιγραμματικά μερικές :  
  • Πλήρης απελευθέρωση του virtual net metering ώστε κάθε πολίτης να μπορεί να διαθέσει ελεύθερα την περίσσεια ενέργειας σε άλλο κτίριο, στην γειτονιά του, στο δήμο, για κοινωφελείς σκοπούς, για εξόφληση χρεών, δανείων κλπ.
  • Σύστημα ενοικίασης στεγών για παραγωγή από ΑΠΕ σε εταιρείες, με ανταποδοτικά οφέλη για τους ιδιοκτήτες, παρεμβάσεις ουσιαστικής εξοικονόμησης ενέργειας στο κτίριο τους και παροχή ενέργειας για ιδιοκατανάλωση.
  • Πλήρης κατάργηση των εισοδηματικών κριτηρίων με ταυτόχρονη μείωση της επιδότησης για όλους σε προγράμματα όπως το “εξοικονομώ κατ’ οίκον” ώστε να κινηθεί ταχύτατα η αγορά, να αναβαθμιστούν κτίρια που υπάρχει η δυνατότητα να αναβαθμιστούν και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, πράγμα πολυ σημαντικό σήμερα για την κοινωνία.
  • Χρηματοδότηση των δήμων και των περιφερειών ή συμπράξεις ΣΔΙΤ με ESCO ώστε να μπορούν να ενοικιάζουν μακροχρόνια εγκαταλειμμένα κτίρια στην περιοχή τους, να τα αναβαθμίζουν και να τα διαθέτουν για κοινωνική κατοικία με προκαθορισμένο χαμηλό ενοίκιο.
  Δεν θα είχα ασχοληθεί με την κριτική αυτής της μελέτης, αν δεν έφερε την υπογραφή του Ιδρύματος Heinrich Boell. Γνωρίζοντας καλά τις θέσεις και πολιτικές αυτού του ιδρύματος και του κόμματος των Πρασίνων στη Γερμανία σε ενεργειακά και περιβαλλοντικά θέματα όπως η ανακύκλωση απορριμάτων και η απεξάρτηση της Γερμανίας από την πυρηνική ενέργεια, θα περίμενα από μια μελέτη για την Ελλάδα που φέρει την υπογραφή του να αντιλαμβάνεται τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής πραγματικότητας, να μην θεωρεί πως με ένα copy-paste ανεφάρμοστων πρακτικών από το εξωτερικό μπορούν να λυθούν σύνθετα κοινωνικά προβλήματα και να προτείνει λύσεις σε τοπικό εθνικό επίπεδο που είναι προσαρμοσμένες στην κεντρική στρατηγική αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής για τον πλανήτη και ταυτόχρονα είναι αποτελεσματικές και συμβάλλουν όχι σαν ασπιρίνες αλλά δίνουν εναλλακτική διέξοδο με προοπτική ένα καλύτερο μέλλον για όλους.
Άρθρο του Προέδρου του ΕΙΠΑΚ, Στέφανου Παλλαντζά.

Εμφάνιση
Απόκρυψη